ψωμός

ψωμός
ψωμός, , ([etym.] ψώω)
A morsel, bit, ψ. ἀνδρόμεοι gobbets of man's flesh, Od.9.374, cf. Amips.19.2 (anap.), X.Mem.3.14.5, Pericles ap. Arist. Rh.1407a2, Plb.30.26.6;

ψ. ἄρτου LXXJd.19.5

, al. (ψ. alone, Ru.2.14).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψωμός — morsel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμός — ὁ, ΜΑ 1. μπουκιά ψωμιού 2. (κατ* επέκτ.) μικρή ποσότητα ενός πράγματος αρχ. 1. (κατ επέκτ.) μπουκιά φαγητού 2. (γενικά) άρτος, ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω*. / ψῆν «τρίβω», με έρρινο επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • ψωμοῖς — ψωμός morsel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμοῖσι — ψωμός morsel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμοί — ψωμός morsel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμοῦ — ψωμός morsel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμούς — ψωμός morsel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμῶν — ψωμός morsel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμῷ — ψωμός morsel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμόν — ψωμός morsel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”